- εγκυλίνδησις
- ἐγκυλίνδησις (-εως), η (Α)κύλισμα ανάμεσα («τὰς ἀνοσίους ἐγκυλινδήσεις ἐν γυναιξὶ πόρναις»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐγκυλινδήσεις — ἐγκυλίνδησις rolling among fem nom/voc pl (attic epic) ἐγκυλίνδησις rolling among fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)